πόλωση

πόλωση
η
1. ο προσανατολισμός των στοιχειωδών μαγνητών ενός σώματος έτσι, ώστε οι ομώνυμοι πόλοι να κατευθύνονται προς τα ίδια σημεία: Το μαγνητικό δίπολο είναι αποτέλεσμα της πόλωσης.
2. η αλλοίωση των ηλεκτροδίων ενός ηλεκτρολυτικού στοιχείου: Η λειτουργία των συσσωρευτών οφείλεται στη διατήρηση της πόλωσης.
3. η αλλαγή των χαρακτηριστικών διάδοσης ηλεκτρομαγνητικής κύμανσης του ορατού φάσματος, εξαιτίας ανάκλασης ή διάθλασης, με αποτέλεσμα τη μείωση της έντασης του φωτός: Την πόλωση του φωτός προκαλούμε και με ειδικές συσκευές.
4. η βαθμιαία δημιουργία ακραίων μόνο πολιτικών παρατάξεων: Οι αλόγιστες κομματικές διαμάχες οδηγούν στην πολιτική πόλωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροηλεκτρισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα μερικών κρυσταλλικών διηλεκτρικών υλικών να παρουσιάζουν μια αυτόματη πόλωση, η οποία μπορεί να αλλάζει σημείο, εξαιτίας της δράσης ενός ηλεκτρικού πεδίου που εφαρμόζεται εξωτερικά. Η αυτόματη πόλωση μειώνεται με την… …   Dictionary of Greek

  • ημιαγωγοί — Ύλες που έχουν ηλεκτρική αγωγιμότητα μικρότερη από εκείνη των μετάλλων, αλλά όχι τόσο χαμηλή όπως στην περίπτωση των μονωτών. Η θεωρία της αγωγιμότητας ταξινομεί ως η. τις ύλες εκείνες, στις οποίες η ενεργειακή διαφορά στάθμης μεταξύ γειτονικών… …   Dictionary of Greek

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… …   Dictionary of Greek

  • Μπριούστερ, Ντέιβιντ — (Sir David Brewster, Τζέντμπουργκ 1781 – Άλερμπι 1868). Σκοτσέζος φυσικός. Μελέτησε την απορρόφηση, την πόλωση και την ανάκλαση του φωτός και διατύπωσε τον νόμο που διέπει την πόλωση του φωτός από ανάκλαση. Ο νόμος αυτός ορίζει ότι η πόλωση του… …   Dictionary of Greek

  • πολώνω — Ν [πόλος] προκαλώ πόλωση, επιφέρω πόλωση …   Dictionary of Greek

  • αποπόλωσης, συντελεστής — Συντελεστής που σχετίζεται με τη συνεισφορά του πεδίου από τα πολωμένα άτομα ενός συνεχούς διηλεκτρικού, όταν αυτό τοποθετηθεί σε ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα άτομα στο πλέγμα του διηλεκτρικού πολώνονται σύμφωνα με το πεδίο που αντιλαμβάνονται, όσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”